- ὑπερῆλθον
- ὑπερέρχομαιpass overaor ind act 3rd plὑπερέρχομαιpass overaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερέρχομαι — Α (αποθ.) 1. περνώ από πάνω («μέχρι ὑπερῆλθον τὰς πηγὰς τοῡ Τίγρητος ποταμοῡ», Ξεν.) 2. ξεπερνώ αρρώστια, επιζώ 3. μτφ. υπερέχω, υπερτερώ … Dictionary of Greek